σκιατροφίας

σκιατροφίας
σκιᾱτροφίᾱς , σκιατροφία
fem acc pl
σκιᾱτροφίᾱς , σκιατροφία
fem gen sg (attic doric aeolic)
σκιατροφίᾱς , σκιατροφίας
masc acc pl
σκιατροφίᾱς , σκιατροφίας
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκιατροφίας — ὁ, Α βλ. σκιατραφίας …   Dictionary of Greek

  • σκιατροφία — σκιᾱτροφίᾱ , σκιατροφία fem nom/voc/acc dual σκιᾱτροφίᾱ , σκιατροφία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σκιατροφίᾱ , σκιατροφίας masc nom/voc/acc dual σκιατροφίας masc voc sg σκιατροφίᾱ , σκιατροφίας masc voc sg (attic) σκιατροφίᾱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιατροφίαι — σκιᾱτροφίαι , σκιατροφία fem nom/voc pl σκιᾱτροφίᾱͅ , σκιατροφία fem dat sg (attic doric aeolic) σκιατροφίας masc nom/voc pl σκιατροφίᾱͅ , σκιατροφίας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιατροφίᾳ — σκιᾱτροφίαι , σκιατροφία fem nom/voc pl σκιᾱτροφίᾱͅ , σκιατροφία fem dat sg (attic doric aeolic) σκιατροφίαι , σκιατροφίας masc nom/voc pl σκιατροφίᾱͅ , σκιατροφίας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιατροφίαις — σκιᾱτροφίαις , σκιατροφία fem dat pl σκιατροφίας masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”